- οινοποιώ
- οἰνοποιῶ, -έω (Α) [οινοποιός]παρασκευάζω κρασί, παράγω κρασί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
οινοποίηση — η το σύνολο τών τεχνικών μεθόδων που εφαρμόζονται για τη μετατροπή τού χυμού τών σταφυλιών σε οίνο μετά την απαιτούμενη ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοποιῶ. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοποίησις, μαρτυρείται από το 1881 στον Μ. Θ. Χαιρέτη] … Dictionary of Greek
προοινοποιώ — έω, Α [οἰνοποιῶ] προετοιμάζω τα σταφύλια για οινοποίηση, πατώ πρώτα τα σταφύλια … Dictionary of Greek